εφεδρεία

εφεδρεία
η
1) запас, резерв;

εφεδρείες τροφίμων — продовольственные запасы;

εφεδρείες ανθρώπων — людские резервы;

είμαι σε εφεδρεία — или διατελώ εν εφεδρεία — быть в резерве;

έχω σε εφεδρεία — иметь в резерве;

2) воен, резерв; резервные части

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εφεδρεία" в других словарях:

  • ἐφεδρεία — ἐφεδρείᾱ , ἐφεδρεία a sitting upon fem nom/voc/acc dual ἐφεδρείᾱ , ἐφεδρεία a sitting upon fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδρείᾳ — ἐφεδρείᾱͅ , ἐφεδρεία a sitting upon fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφεδρεία — η (Α ἐφεδρεία) [εφεδρεύω] 1. το να εφεδρεύει, να κάθεται κάποιος πάνω σε κάτι («ἔχει δὲ καὶ τοὺς ὄνυχας βελτίους τῶν κολοιῶν, πεφυκότας πρὸς τὴν ἀσφάλειαν τὴς ἐπὶ τοῑς δένδρεσιν ἐφεδρείας», Αριστοτ.) 2. πολεμική δύναμη που παρακολουθεί από κοντά… …   Dictionary of Greek

  • εφεδρεία — η 1. διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις, έτοιμες να πάρουν μέρος στη μάχη. 2. το σύνολο των πολιτών που ανήκουν στον εφεδρικό στρατό: Είμαι στη δεύτερη σειρά εφεδρείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐφεδρείας — ἐφεδρείᾱς , ἐφεδρεία a sitting upon fem acc pl ἐφεδρείᾱς , ἐφεδρεία a sitting upon fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδρείαν — ἐφεδρείᾱν , ἐφεδρεία a sitting upon fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδρειῶν — ἐφεδρεία a sitting upon fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδρεῖαι — ἐφεδρεία a sitting upon fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδρείαις — ἐφεδρεία a sitting upon fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφεδρείης — ἐφεδρεία a sitting upon fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεφεδρεύω — A 1. παραμονεύω ως εφεδρεία, αποτελώ εφεδρεία μαζί με άλλον 2. (γενικά) α) παρατηρώ κάποιον ή κάτι από κοντά β) καραδοκώ, καιροφυλακτώ («συνεφεδρεύσειν τοῑς καιροῑς», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐφεδρεύω «παραμονεύω, παραφυλάγω»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»